ταχυβόλο

ταχυβόλο
το
είδος πολυβόλου που ρίχνει συχνές ριπές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταχυβόλος — ο, Ν 1. αυτός που βάλλει με ταχύτητα, που ρίχνει γρήγορες βολές 2. το ουδ. ως ουσ. το ταχυβόλο (στρ.) παλαιός χαρακτηρισμός πολυβόλων τα οποία είχαν μεγάλη ταχύτητα βολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πολυ βόλος. Η… …   Dictionary of Greek

  • Δαγκλής, Παναγιώτης — (Αγρίνιο 1853 – Αθήνα 1924). Στρατιωτικός και πολιτικός. Φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων και μετεκπαιδεύτηκε στη Γαλλία και στο Βέλγιο. Ο Δ. επινόησε το λυόμενο ορειβατικό πυροβόλο των 7,5 εκ., που είναι γνωστό ως ορεινό ταχυβόλο συστήματος Σνάιντερ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”